- χερομυσής
- -ές, Αβλ. χειρομυσής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χερομυσῆ — χερομυσής defiling the hand neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χερομυσής defiling the hand masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χερομυσής defiling the hand masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρομυσής — και χερομυσής και διορθ. τ. χαιρομυσής, ές, Α αυτός που μολύνει τα χέρια του με φονικό αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μυσής (< μύσος «μίασμα»), πρβλ. θεο μυσής] … Dictionary of Greek